Σάββατο 25 Δεκεμβρίου 2010
Κυριακή 22 Αυγούστου 2010
Δευτέρα 9 Αυγούστου 2010
Όνειρα
Πόσο θά 'θελα να βρεθούμε πάλι σαν τότε,
εκεί στην ακροθαλασσιά που σκάει το κύμα.
Ένα βράδυ που δεν θά 'χει φεγγάρι,
παρά μόνο,
τ' αστέρια να ρίχνουν το λιγοστό φως,
στ' απέραντο σκοτάδι.
Να κουβεντιάζουμε εως το χάραμα,
για τα όνειρα που κάναμε παιδιά.
Τα πιστεύαμε!
Πιστεύαμε ό,τι όλα θα πραγματοποιηθούν,
και ας γέλασε ο καιρός,
και ας χαθήκαμε στην πορεία.
Να καπνίσουμε ένα πακέτο "στούκας".
Να φοράς εκείνο το τριμμένο μπλου-τζιν
που φορούσες χειμώνα καλοκαίρι.
Εγώ επέμενα
"θ' αλλάξουν τα πράγματα"
και συ έβγαζες κοροιδευτικά τη γλώσσα σου.
Τότε που άναβα το τσιγάρο με τ' αριστερό,
ήτανε λέει το χέρι της καρδιάς
και συ έλεγες
"το δεξί τι είναι, του νεφρού;"
Να' ξερες πόσο μου λείπεις τώρα!
Ίσως από κάπου ψηλά να με κοιτάζεις,
βγάζοντας τη γλώσσα σου κοροιδευτικά.
εκεί στην ακροθαλασσιά που σκάει το κύμα.
Ένα βράδυ που δεν θά 'χει φεγγάρι,
παρά μόνο,
τ' αστέρια να ρίχνουν το λιγοστό φως,
στ' απέραντο σκοτάδι.
Να κουβεντιάζουμε εως το χάραμα,
για τα όνειρα που κάναμε παιδιά.
Τα πιστεύαμε!
Πιστεύαμε ό,τι όλα θα πραγματοποιηθούν,
και ας γέλασε ο καιρός,
και ας χαθήκαμε στην πορεία.
Να καπνίσουμε ένα πακέτο "στούκας".
Να φοράς εκείνο το τριμμένο μπλου-τζιν
που φορούσες χειμώνα καλοκαίρι.
Εγώ επέμενα
"θ' αλλάξουν τα πράγματα"
και συ έβγαζες κοροιδευτικά τη γλώσσα σου.
Τότε που άναβα το τσιγάρο με τ' αριστερό,
ήτανε λέει το χέρι της καρδιάς
και συ έλεγες
"το δεξί τι είναι, του νεφρού;"
Να' ξερες πόσο μου λείπεις τώρα!
Ίσως από κάπου ψηλά να με κοιτάζεις,
βγάζοντας τη γλώσσα σου κοροιδευτικά.
Σάββατο 24 Ιουλίου 2010
Παρακμή
Στην άσφαλτο της ταχύτητας
και της αδιαφορίας.
Στους τεράστιους όγκους
των πολυκατοικιών
και στις λέξεις ακόμη, που ηθελημένα
διαστρευλώσαμε,
υποθηκεύσαμε τη συνείδησή μας
σκεπάζοντάς την με χρυσόσκονη.
Συμβιβαστήκαμε αηδιαστικά,
ξεγυμνώνοντας την ψυχή μας,
αφού πρώτα,
ξεσκίσαμε τις σάρκες μας,
μπροστά σ' ένα φιλοθεάμον κοινό.
Τώρα πια ταπεινωμένοι,
ζούμε σ' ένα ερειπωμένο χαμόσπιτο,
σε παρακμή και εξαθλίωση,
χρεώνοντας την αποκοτιά μας
στους άλλους.
και της αδιαφορίας.
Στους τεράστιους όγκους
των πολυκατοικιών
και στις λέξεις ακόμη, που ηθελημένα
διαστρευλώσαμε,
υποθηκεύσαμε τη συνείδησή μας
σκεπάζοντάς την με χρυσόσκονη.
Συμβιβαστήκαμε αηδιαστικά,
ξεγυμνώνοντας την ψυχή μας,
αφού πρώτα,
ξεσκίσαμε τις σάρκες μας,
μπροστά σ' ένα φιλοθεάμον κοινό.
Τώρα πια ταπεινωμένοι,
ζούμε σ' ένα ερειπωμένο χαμόσπιτο,
σε παρακμή και εξαθλίωση,
χρεώνοντας την αποκοτιά μας
στους άλλους.
Προδοσία;
Με αναγκάζεις, με σπρώχνεις να σ' απαρνηθώ,
να σε προδόσω.
Οι αντοχές μου μειώθηκαν
στο ελάχιστο.
Κάποια βράδυα είναι φορές,
που θέλω να μιλήσω για σένα σε κάποιον,
που να με καταλάβει.
Ίσως να φταίει η ανημπόρια μου.
Δέχομαι και δικαιολογώ διαρκώς,
τα λάθη σου.
Βλέπω το τρέξιμο σημειωτών που κάνεις
και απελπίζομαι.
Γέμισε η βαλίτσα μου,
αυτοδιάψευση.
Και νάμαι τώρα, την κρατώ σφιχτά
ανάμεσα στα δόντια μου, γιατί
το αριστερό μου χέρι είναι ανάπηρο
και στο δεξί κρατάω το μολύβι.
Φεύγω χωρίς καμιά προσδοκία,
χωρίς φως στον ορίζοντα,
αποδεχόμενος τη σκληρή μοίρα.
Δεν σε καταλαβαίνω.
Μήπως και τότε που σε καταλάβαινα;
Μόνον αμφιβολίες είχες φυτέψει
στον κήπο μου,
πάνω τους λάβαρα,
που εγώ τα πότιζα.
να σε προδόσω.
Οι αντοχές μου μειώθηκαν
στο ελάχιστο.
Κάποια βράδυα είναι φορές,
που θέλω να μιλήσω για σένα σε κάποιον,
που να με καταλάβει.
Ίσως να φταίει η ανημπόρια μου.
Δέχομαι και δικαιολογώ διαρκώς,
τα λάθη σου.
Βλέπω το τρέξιμο σημειωτών που κάνεις
και απελπίζομαι.
Γέμισε η βαλίτσα μου,
αυτοδιάψευση.
Και νάμαι τώρα, την κρατώ σφιχτά
ανάμεσα στα δόντια μου, γιατί
το αριστερό μου χέρι είναι ανάπηρο
και στο δεξί κρατάω το μολύβι.
Φεύγω χωρίς καμιά προσδοκία,
χωρίς φως στον ορίζοντα,
αποδεχόμενος τη σκληρή μοίρα.
Δεν σε καταλαβαίνω.
Μήπως και τότε που σε καταλάβαινα;
Μόνον αμφιβολίες είχες φυτέψει
στον κήπο μου,
πάνω τους λάβαρα,
που εγώ τα πότιζα.
Λέξεις του Γιάννη Τσίγκρα
ΛΕΞΕΙΣ
(αντί -δωρο του Γιάννη Μαλαμούση)
Λέξεις
ανασυρμένες από βρυώδη πηγάδια.
Έχετε προσέξει πώς καλύπτουν σε παλιές ταινίες,
αιφνιδίως,
τους έσω χώρους, τους ανθρώπους;
Ακούς για παράδειγμα «λαχείο συντακτών»
ή Νεστορίδης και Κέννεντυ.
Ακούς «φοβάμαι τους αχινούς» ...
Και μυρίζεις λάστιχο ή βενζίνη,
γίνεσαι μούσκεμα στον Άναυρο.
Λέξεις
ανασυρμένες από βρυώδη πηγάδια.
Έχετε προσέξει πώς καλύπτουν σε παλιές ταινίες,
αιφνιδίως,
τους έσω χώρους, τους ανθρώπους;
Ακούς για παράδειγμα «λαχείο συντακτών»
ή Νεστορίδης και Κέννεντυ.
Ακούς «φοβάμαι τους αχινούς» ...
Και μυρίζεις λάστιχο ή βενζίνη,
γίνεσαι μούσκεμα στον Άναυρο.
Δευτέρα 19 Ιουλίου 2010
Στον Γιάννη Τσίγκρα
Λέξεις
Θα διαλέξω τις λέξεις μία - μία
θα ψάξω να βρω εκείνες που κρύβουν
μέσα τους φωτιά.
Εκείνες που δε θα τους αφήσουν
να κοιμούνται ήσυχοι.
Αυτές που θα τους γίνουν εφιάλτες
Αλλά και κείνες όμως που νιώθουν
προδομένες,
που κοιτούν έκπληκτες τις άλλες
Αυτές που δεν έχουν τίποτα να πουν
και όμως τις κατέστησαν αδύνατες και
μελαγχολικές,
καθώς τις ξεζούμιζαν αργά μεθοδικά,
παίρνωντας από μέσα τους,
την ψυχή,
την υγεία, τη χαρά, την επίθεση, το μπαρούτι,
αφήνωντας μόνο μια γλυκερή, άγευστη
ανάμνηση.
Στον Γιάννη Τσίγκρα
Γιάννης Μαλαμούσης
Θα διαλέξω τις λέξεις μία - μία
θα ψάξω να βρω εκείνες που κρύβουν
μέσα τους φωτιά.
Εκείνες που δε θα τους αφήσουν
να κοιμούνται ήσυχοι.
Αυτές που θα τους γίνουν εφιάλτες
Αλλά και κείνες όμως που νιώθουν
προδομένες,
που κοιτούν έκπληκτες τις άλλες
Αυτές που δεν έχουν τίποτα να πουν
και όμως τις κατέστησαν αδύνατες και
μελαγχολικές,
καθώς τις ξεζούμιζαν αργά μεθοδικά,
παίρνωντας από μέσα τους,
την ψυχή,
την υγεία, τη χαρά, την επίθεση, το μπαρούτι,
αφήνωντας μόνο μια γλυκερή, άγευστη
ανάμνηση.
Στον Γιάννη Τσίγκρα
Γιάννης Μαλαμούσης
"Στα χνάρια" του "κυκλάμινου"
"Στα χνάρια"
του "κυκλάμινου"
το μικρό καφενεδάκι
εκεί στην Κουταρέλια
που το πιάνει τ' αγιασμένο μελτεμάκι,
δεν θα ξεχάσω την καλημέρα μου να πω,
τ' άρωμα του καφέ να απολαύσω
και ν' ακούσω τον λόγο τον καλό.
"Τάσο έναν σκέτο Ελληνικό"
Θα συναντήσω πρόσωπα αγαπημένα
τον Κωνσταντίνο, τον Γιάννη, τη Μάγια, τη Χαρά
και άλλους πολλούς που πετούν με τα δικά τους φτερά.
"Μια λεμονάδα ΕΨΑ"
Θα είναι κει ο Ζακ, το χέρι του Θεόφιλου
Μια φοιτητοπαρέα, μπουμπούκια που ανθίζουν
Δίπλα τους είναι ο Θεοδόσης ακούει κι' αναθαρεύει
από τα βράχια που τον έριξε το άγριο κύμα της ζωής.
"Ένα γλυκό του κουταλιού καρυδάκι"
Στον τοίχο οι παλιές φωτογραφίες μοιάζουν,
να λένε ψέματα, να μας κλείνουν το μάτι
και να μας δείχνουν ταξίδι στο ΠΗΛΙΟ
απ' το παράθυρο του "τοίχου" που είναι
σ' όλο τον κόσμο ανοιχτό
"Ένα φραπέ γλυκό"
Ξέχνα τα ομόλογα, τις ρήτρες, τα παράλογα
άσε τους άλλους να τρέχουν σαν τρελοί
κι έλα στα χνάρια να γνωρίσεις
την κληρονομιά που μας κρύβουν κάποιοι πονηροί.
Γιάννης Μαλαμούσης
του "κυκλάμινου"
το μικρό καφενεδάκι
εκεί στην Κουταρέλια
που το πιάνει τ' αγιασμένο μελτεμάκι,
δεν θα ξεχάσω την καλημέρα μου να πω,
τ' άρωμα του καφέ να απολαύσω
και ν' ακούσω τον λόγο τον καλό.
"Τάσο έναν σκέτο Ελληνικό"
Θα συναντήσω πρόσωπα αγαπημένα
τον Κωνσταντίνο, τον Γιάννη, τη Μάγια, τη Χαρά
και άλλους πολλούς που πετούν με τα δικά τους φτερά.
"Μια λεμονάδα ΕΨΑ"
Θα είναι κει ο Ζακ, το χέρι του Θεόφιλου
Μια φοιτητοπαρέα, μπουμπούκια που ανθίζουν
Δίπλα τους είναι ο Θεοδόσης ακούει κι' αναθαρεύει
από τα βράχια που τον έριξε το άγριο κύμα της ζωής.
"Ένα γλυκό του κουταλιού καρυδάκι"
Στον τοίχο οι παλιές φωτογραφίες μοιάζουν,
να λένε ψέματα, να μας κλείνουν το μάτι
και να μας δείχνουν ταξίδι στο ΠΗΛΙΟ
απ' το παράθυρο του "τοίχου" που είναι
σ' όλο τον κόσμο ανοιχτό
"Ένα φραπέ γλυκό"
Ξέχνα τα ομόλογα, τις ρήτρες, τα παράλογα
άσε τους άλλους να τρέχουν σαν τρελοί
κι έλα στα χνάρια να γνωρίσεις
την κληρονομιά που μας κρύβουν κάποιοι πονηροί.
Γιάννης Μαλαμούσης
Που ανήκω
"Στο κυκλάμινο"
Που ανήκεις;
Σε ρώτησα τότε.
Με κοίταξες παράξενα και μου απάντησες,
που ανήκω; Να εκεί
και μου έδειξες το γέρμα του ήλιου.
Και στο σταθμό των τρένων, εκεί που είναι
το άγαλμα της θεάς με το δόρυ,
ανήκω.
Στη διαδρομή του φιδίσιου δρόμου,
Χάνια Ζαγορά,
ανήκω.
Στις γυναίκες που έγειρα στο πλάι τους,
ανήκω.
Σ' έναν τοίχο στη Μακρυνίτσα,
που ζωγράφισε ο Θεόφιλος,
ανήκω.
Στο χαρούμενο πρωινό κουτσομπολιό,
των σπουργιτιών έξω απ' το παράθυρό μου,
ανήκω.
Στο σύνθημα που είδα γραμμένο σε τοίχο,
"Δεν είναι ο τόπος μου αυτός"
ανήκω.
Στο κτίριο της "τράπεζας της Ελλάδος" και του
"Αχίλειον" στην παραλία του Βόλου, που επιμένουν,
ανήκω.
Σε ό,τι ακόμη εξακολουθεί ν' αντιστέκεται
και να επιμένει,
ανήκω.
Γιάννης Μαλαμούσης
Που ανήκεις;
Σε ρώτησα τότε.
Με κοίταξες παράξενα και μου απάντησες,
που ανήκω; Να εκεί
και μου έδειξες το γέρμα του ήλιου.
Και στο σταθμό των τρένων, εκεί που είναι
το άγαλμα της θεάς με το δόρυ,
ανήκω.
Στη διαδρομή του φιδίσιου δρόμου,
Χάνια Ζαγορά,
ανήκω.
Στις γυναίκες που έγειρα στο πλάι τους,
ανήκω.
Σ' έναν τοίχο στη Μακρυνίτσα,
που ζωγράφισε ο Θεόφιλος,
ανήκω.
Στο χαρούμενο πρωινό κουτσομπολιό,
των σπουργιτιών έξω απ' το παράθυρό μου,
ανήκω.
Στο σύνθημα που είδα γραμμένο σε τοίχο,
"Δεν είναι ο τόπος μου αυτός"
ανήκω.
Στο κτίριο της "τράπεζας της Ελλάδος" και του
"Αχίλειον" στην παραλία του Βόλου, που επιμένουν,
ανήκω.
Σε ό,τι ακόμη εξακολουθεί ν' αντιστέκεται
και να επιμένει,
ανήκω.
Γιάννης Μαλαμούσης
Κυριακή 4 Ιουλίου 2010
ΟΔΟΣ ΔΙΑΦΥΓΗΣ
Σ' αυτόν τον κόσμο που διάλεξες να ζήσεις,
και πίστεψες ότι όλα είναι ωραία και ιδανικά,
είναι μόνο μια νοητή πορεία στα ψηλά,
που σε βυθίζει σε μονοπάτια σκοτεινά.
Δική σου είναι η ζωή, και η επιλογή,
κι αν σε φωτίζουν τα φώτα και τα φλας,
εκείνη η μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια σου,
δείχνει πόσο υποφέρεις, και πονάς.
Γέμισες με παραισθήσεις τη ψυχή σου,
με τις ουσίες ψάχνεις τη ζωή σου,
μεγάλο είναι το τίμημα που πληρώνεις,
ό,τι παίζεις σε παρωδία, τώρα πια διαπιστώνεις.
Τώρα που η ματαιοδοξία σε πληγώνει,
μην χαραμίζεις άλλο τη ζωή σου,
γνωρίζεις ότι υπάρχει οδός διαφυγής,
μόνο που χρειάζεται δύναμη για να τη βρεις.
και πίστεψες ότι όλα είναι ωραία και ιδανικά,
είναι μόνο μια νοητή πορεία στα ψηλά,
που σε βυθίζει σε μονοπάτια σκοτεινά.
Δική σου είναι η ζωή, και η επιλογή,
κι αν σε φωτίζουν τα φώτα και τα φλας,
εκείνη η μικρή ρυτίδα ανάμεσα στα μάτια σου,
δείχνει πόσο υποφέρεις, και πονάς.
Γέμισες με παραισθήσεις τη ψυχή σου,
με τις ουσίες ψάχνεις τη ζωή σου,
μεγάλο είναι το τίμημα που πληρώνεις,
ό,τι παίζεις σε παρωδία, τώρα πια διαπιστώνεις.
Τώρα που η ματαιοδοξία σε πληγώνει,
μην χαραμίζεις άλλο τη ζωή σου,
γνωρίζεις ότι υπάρχει οδός διαφυγής,
μόνο που χρειάζεται δύναμη για να τη βρεις.
Πέμπτη 1 Ιουλίου 2010
Δύσκολο ταξίδι
Για το δικό μου ταξίδι στην Κολχίδα,
για τον δικό μου πόλεμο τον Τρωικό
δεν υπάρχει Όμηρος να τραγουδήσει,
ούτε και η ιστορία θ' ασχοληθεί μ' αυτό.
Δεν είμαι ο Ικτίνος, ή ο Σωκράτης,
ούτε ο Περικλής με τον χρυσό αιώνα,
δεν σχεδίασα κανένα Παρθενώνα,
τα μάρμαρα μόνο κουβάλησα εγώ.
Δεν είμαι απόφοιτος του Γείλ,
Λύκειο έβγαλα κι αυτό νυχτερινό,
της αρετής διάλεξα τον δρόμο,
και δεν μετάνιωσα γι' αυτό.
Δεν έχω σχέσεις με ανέσεις και λεφτά,
το ΙΚΑ πλήρωνα πάντα και την εφορία.
δεν είχα βλέψεις για τα μεγαλεία,
φίλους ήθελα και τον καφέ τον πρωινό.
Συνήθισα απλά κι έτσι τα καταφέρνω,
τις δυσκολίες της ζωής να ξεπερνώ.
Με κύκλωπες ατέλειωτες να δίνω μάχες,
κι από τις συμπληγάδες να περνώ.
για τον δικό μου πόλεμο τον Τρωικό
δεν υπάρχει Όμηρος να τραγουδήσει,
ούτε και η ιστορία θ' ασχοληθεί μ' αυτό.
Δεν είμαι ο Ικτίνος, ή ο Σωκράτης,
ούτε ο Περικλής με τον χρυσό αιώνα,
δεν σχεδίασα κανένα Παρθενώνα,
τα μάρμαρα μόνο κουβάλησα εγώ.
Δεν είμαι απόφοιτος του Γείλ,
Λύκειο έβγαλα κι αυτό νυχτερινό,
της αρετής διάλεξα τον δρόμο,
και δεν μετάνιωσα γι' αυτό.
Δεν έχω σχέσεις με ανέσεις και λεφτά,
το ΙΚΑ πλήρωνα πάντα και την εφορία.
δεν είχα βλέψεις για τα μεγαλεία,
φίλους ήθελα και τον καφέ τον πρωινό.
Συνήθισα απλά κι έτσι τα καταφέρνω,
τις δυσκολίες της ζωής να ξεπερνώ.
Με κύκλωπες ατέλειωτες να δίνω μάχες,
κι από τις συμπληγάδες να περνώ.
Τρίτη 29 Ιουνίου 2010
ΣΤΑΘΜΟΣ
Σ' ένα παράξενο, και έρημο σταθμό,
χωρίς σταθμάρχη θλιμμένο και βουβό,
το τρένο περιμένει να φανεί,
κρυώνει, φοβάται, ακροβατεί.
Ιστός αράχνης από ατσάλι τον τυλίγει,
μετέωρος είναι και τον τραβάει η δίνη,
απελπισμένος προσπαθεί να κρατηθεί,
κι ο Βαν Γκογκ στο τοίχο, το μάτι να του κλείνει.
Το τρένο περνάει και δεν σταματά
δεν έχει φώτα, ούτε παράθυρα ανοιχτά,
δίχως σημαία και προορισμό,
σ' ένα τοπίο, θαμπό και σκοτεινό.
Μάταια ψάχνει άνθρωπο να βρει,
να ρωτήσει πως έμεινε μοναχός του εκεί,
σε κείνο το παράξενο κι έρημο σταθμό,
χωρίς ταυτότητα ελπίδα οδηγό.
χωρίς σταθμάρχη θλιμμένο και βουβό,
το τρένο περιμένει να φανεί,
κρυώνει, φοβάται, ακροβατεί.
Ιστός αράχνης από ατσάλι τον τυλίγει,
μετέωρος είναι και τον τραβάει η δίνη,
απελπισμένος προσπαθεί να κρατηθεί,
κι ο Βαν Γκογκ στο τοίχο, το μάτι να του κλείνει.
Το τρένο περνάει και δεν σταματά
δεν έχει φώτα, ούτε παράθυρα ανοιχτά,
δίχως σημαία και προορισμό,
σ' ένα τοπίο, θαμπό και σκοτεινό.
Μάταια ψάχνει άνθρωπο να βρει,
να ρωτήσει πως έμεινε μοναχός του εκεί,
σε κείνο το παράξενο κι έρημο σταθμό,
χωρίς ταυτότητα ελπίδα οδηγό.
Παρασκευή 25 Ιουνίου 2010
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)