Σ' ένα παράξενο, και έρημο σταθμό,
χωρίς σταθμάρχη θλιμμένο και βουβό,
το τρένο περιμένει να φανεί,
κρυώνει, φοβάται, ακροβατεί.
Ιστός αράχνης από ατσάλι τον τυλίγει,
μετέωρος είναι και τον τραβάει η δίνη,
απελπισμένος προσπαθεί να κρατηθεί,
κι ο Βαν Γκογκ στο τοίχο, το μάτι να του κλείνει.
Το τρένο περνάει και δεν σταματά
δεν έχει φώτα, ούτε παράθυρα ανοιχτά,
δίχως σημαία και προορισμό,
σ' ένα τοπίο, θαμπό και σκοτεινό.
Μάταια ψάχνει άνθρωπο να βρει,
να ρωτήσει πως έμεινε μοναχός του εκεί,
σε κείνο το παράξενο κι έρημο σταθμό,
χωρίς ταυτότητα ελπίδα οδηγό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου